Το ‘‘Kanal Istanbul’’, η συνθήκη του Montreux και το εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι του Erdogan. Γράφει ο Χρ.Γκουγκουρέλας.

Απόψεις

Το 2023 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάνης και συνεπώς από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας και ο Erdogan έχει μεγαλεπήβολα πλάνα. Με πρόσφατες δηλώσεις του, επανέφερε το ζήτημα της κατασκευής, μέσα σε 2 χρόνια από σήμερα, της τεχνητής διώρυγας στην Ανατολική Θράκη, του περίφημου ‘‘Kanal Istanbul’’, δηλαδή ενός φαραωνικού έργου, προϋπολογισμού 12 δισ. δολαρίων, που θα ενώνει με τα 45 χλμ του μήκους του τον Εύξεινο Πόντο με τη Θάλασσα του Μαρμαρά (ίδετε τον 1ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου).

Η αντίδραση στην Τουρκία είναι ήδη γνωστή και εκπεφρασμένη. 126 πρώην Τούρκοι πρέσβεις, 103 απόστρατοι ναύαρχοι του τουρκικού πολεμικού ναυτικού και 98 βουλευτές του τουρκικού ρεπουμπλικανικού κόμματος εναντιώθηκαν σφόδρα στον προκείμενο σχεδιασμό του Erdogan επισημαίνοντας, πέραν από την κριτική τους περί της αχρείαστης, εξωφρενικής σπατάλης και της περιβαλλοντικής εκτρωματοποίησης, ότι το νέο ‘‘Κανάλι της Κωνσταντινούπολης’’ θα μπορούσε να επιφέρει εφαρμοστική απαξίωση της Συνθήκης του Μοντρέ (Montreux Convention), η οποία είχε κατασφαλίσει την τουρκική επικυριαρχία στη Θάλασσα του Μαρμαρά, δηλαδή πρακτικά στη Θάλασσα των Στενών της Πόλης που ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με το Αιγαίο Πέλαγος.

Με τη Συνθήκη του Μοντρέ, που υπογράφηκε το 1936 στην ομώνυμη ελβετική πόλη, τα υπογράψαντα συμβαλλόμενα μέρη, ανάμεσα στα οποία ήταν η Τουρκία και η Ελλάδα βεβαίως αλλά και η τότε Σοβιετική Ένωση (γεγονός που πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως) αναγνωρίστηκε η αρχή του ελεύθερου περάσματος και της ακώλυτης ναυσιπλοΐας των εμπορικών πλοίων στα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, ο έλεγχος των οποίων (Στενών) αποδόθηκε στην Τουρκία που καρπώθηκε το διεθνές δικαίωμα να στρατιωτικοποιήσει τα Στενά, περιορίστηκε όμως σημαντικά η διέλευση των πολεμικών πλοίων που δεν ανήκουν σε κράτη περιβρεχόμενα από τον Εύξεινο Πόντο, με δεδομένο ότι γι’ αυτήν τέθηκαν (αρ. 8-22 της Συνθήκης του Μοντρέ) σαφείς και απαραβίαστες προϋποθέσεις (προειδοποίηση διέλευσης πριν 8 ημέρες προς την Τουρκία, συγκεκριμένος αριθμός και όριο εκτοπίσματος των πολεμικών πλοίων, περιορισμός του φέροντος οπλισμού τους, απαγόρευση διέλευσης αεροπλανοφόρων).

Υπό αυτό το παγιωθέν κανονιστικό περίγραμμα, η Συνθήκη του Μοντρέ αποτέλεσε διαχρονικά τον θεμελιώδη λίθο για την παγκόσμια ειρήνη και διαπεριφερειακή ισορροπία, διότι αφενός παρακώλυε ουσιωδώς το ΝΑΤΟ και ειδικώς τις ΗΠΑ να αναπτύξουν στον Εύξεινο Πόντο ικανές να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στη Ρωσία θαλάσσιες δυνάμεις και αφετέρου περιόριζε κρίσιμα τη Ρωσία στο να αναπτύσσει ανησυχητική σε όγκο για τα συμφέροντα των Δυτικών θαλάσσια παρουσία στη Μεσόγειο. Και τούτο, προφανώς για τον λόγο ότι ο αριθμός και τα χαρακτηριστικά των διερχόμενων πολεμικών πλοίων τελούσε υπό το διεθνώς συμπεφωνημένο εφαρμοστικό της πεδίο. 

Κατά αυτόν τον ιστορικό συμβιβασμό, η Συνθήκη του Μοντρέ νοείται ως  ‘‘εγγυητής’’ της διεθνούς ειρήνης και ‘‘εχέγγυο’’ της γεωπολιτικής σταθερότητας  της περιοχής, καθότι επιπρόσθετα μορφοποιούσε θεσμικά ένα στοιχειώδες ‘‘νομικό-πολιτικό δίκτυ’’ εσωτερικής ασφάλειας στα νότια της (τότε Σοβιετικής Ένωσης και νυν) Ρωσίας, υφασμένο μάλιστα με την εγκυρότητα και ανθεκτικότητα της διεθνούς νομιμότητας.

Το μέγα ερώτημα, λοιπόν, είναι τι επιδιώκει ο Τούρκος ηγέτης με τη δημιουργία παράλληλου περάσματος σχετικά δίπλα σ’ αυτό των Στενών του Βοσπόρου; Είναι αυτή η πρωτοβουλία του μια οικονομική αποκοτιά και μια κενόδοξη απόπειρα προβολής ισχύος, ‘‘ερντογανικής σφραγίδος’’ ή ένας ευφυώς σχεδιασμένος στρατηγικός ελιγμός, εντασσόμενος στη βασική δογματοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής; Και άραγε σε τι αποσκοπεί τούτο το εγχείρημα και πώς εξηγείται τελολογικά;

Νομίζω ότι από γεωπολιτικής απόψεως, στην απάντηση του σοβαρότατου αυτού ερωτήματος προκρίνεται η χρήση του τετραδιάστατου μοντέλου ανάλυσης. Ο Χρόνος και ο Χώρος μας δίνουν τα δεδομένα που πρέπει να αξιοποιήσουμε για να αντιληφθούμε τι κρύβεται πίσω από τη στομφώδη διακήρυξη της πρόθεσης πραγματοποίησης του ‘‘Kanal Istanbul’’.

To χρονικό υποπλαίσιο είναι η ένταση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας η οποία έχει κλιμακωθεί επικίνδυνα τελευταία λόγω της κινητικότητας των Ουκρανών που στόχο έχει την ουκρανική επανακατάληψη ή έστω επαναδιεκδίκηση από τους Ρωσόφωνους και Ρώσους του Donbass και της Κριμαίας. Η φαινομενική, λοιπόν, νηνεμία που παρήγαγε το Πρωτόκολλο του Μινσκ το 2015 έχει στον παρόντα χρόνο μάλλον πλήρως ανατραπεί.

 Και τούτο, διότι η Αμερική, ως πρυτανεύουσα δύναμη του Δυτικού Κόσμου και ως κινητήριος μοχλός του ΝΑΤΟ, υπό τη διακυβέρνηση Biden, επαναφέρει τη διπλωματική και γεωπολιτική επαναδραστηριοποίηση των Δυτικών. H ρήση Biden περί ‘‘δολοφόνου’’ αναφορικά με τον Putin, η υπόθεση Navalny και οι ασίγαστες βολές των Δυτικών για την απολυταρχική ιδιοσυγκρασία της ρωσικής πολιτειακής πραγματικότητας, οι κυρώσεις για τους S-400 που ενεργοποιούνται μέσω του Νόμου για τους αντιπάλους των ΗΠΑ (CAATSA), η ασφυκτική πίεση των Αμερικανών στους Γερμανούς για να μην ολοκληρωθεί ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2 που θα μεταφέρει ρωσικό ενεργειακό πλούτο στην Ευρώπη, η αμέριστη συμπαράσταση στους Ουκρανούς και η υποστήριξη στις δηλώσεις του Προέδρου της χώρας Zelensky ακόμα και για επανακατάληψη της Κριμαίας, είναι σαφή και μεστά ρεαλισμού (και όχι απλά συμβολικά) σινιάλα της Δύσης και ιδίως των ΗΠΑ προς τη Ρωσία και τον περιφερειακό στρατηγικό ενεργητισμό της.

Η παραπάνω χρονική παράμετρος στις σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας συνεπάγεται την ex tunc ανάδειξη της τεράστιας σημασίας (και) του Χώρου, ως του γεωγραφικού καμβά επί του οποίου θα μπορούσε να λάβει βίαιη μορφή έκφρασης η άνω έντονη αντιπαράθεση Δύσης-Ρωσίας. Άλλωστε, η Γεωγραφία και η ειδικότερη φυσιολογία της είναι ο συνδιαμορφωτής αυτού που οι επιτελικοί στους διοικητικούς σχηματισμούς των σύγχρονων κρατών αποκαλούν ‘‘γεωστρατηγική’’.

Εξετάζοντας, λοιπόν, το χωρικό υποπλαίσιο, παρατηρούμε ότι καθώς η Συνθήκη του Μοντρέ δημιουργούσε ένα νοητό, νομικά και πολιτικά θεσπισμένο ωστόσο, δίκτυ ασφαλείας σε όλη τη νότια ρωσική συνοριογραμμή, η μόνη με δυνητικά υψηλό δείκτη επικινδυνότητας γεωγραφική πρόσβαση του ΝΑΤΟ προς τη Ρωσία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του ‘‘Ψυχρού Πολέμου’’, έως και σήμερα, ήταν και συνεχίζει να είναι αποκλειστικά και μόνο αυτή του Βορρά και ειδικότερα αυτή μέσω των συνορευουσών με τη Ρωσία νατοϊκών κρατών της Εσθονίας και της Λετονίας.

Αν ληφθεί υπόψη ότι τα σύνορα Ρωσίας και Εσθονίας είναι 294 χλμ ενώ τα σύνορα Ρωσίας και Λετονίας είναι 214 χλμ, γίνεται κατανοητό ότι από μια ζώνη άνω των 500 χλμ οι Νατοϊκοί (θεωρητικά) θα μπορούσαν να απειλήσουν τη Ρωσία ή και να επιχειρήσουν εισβολή σ’ αυτήν (ίδετε τον 2ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου). Γνωρίζοντας ασφαλώς το δεδομένο αυτό, τόσο η πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση, όσο και η σύγχρονη Ρωσία εναπόθεσαν δεόντως το βάρος του αμυντικού σχεδιασμού τους στον βόρειο γεωγραφικό διασυνδετήριο άξονα ΝΑΤΟ-Ρωσίας.

Κατά την άποψη μου μάλιστα, σήμερα η ρωσική άμυνα στον άξονα αυτόν είναι επαρκώς ισχυρή καθότι οι Ρώσοι μέσω των βάσεων τους στο Kaliningrad και λόγω των στρατιωτικών δεσμών τους με τη Λευκορωσία (Belarus) έχουν πρακτικά σχηματοποιήσει μια εκφοβιστική για κάθε ‘‘επιβολέα’’ γεωγραφική δαγκάνα γύρωθεν των ρωσο-εσθονικών και ρωσο-λετονικών συνόρων.

Ειδικότερα, ποντάροντας βεβαίως και στο βάθος της ενδοχώρας της, η Ρωσία έχει αναβαθμίσει την αμυντική της θωράκιση στο Kaliningrad αναπτύσσοντας  πυραύλους (συγκεκριμένα τους 9Κ 720 Iskander) που μπορούν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές (https://www.reuters.com/article/us-russia-nato-missiles-idUSKBN1FP21Y) και βελτίωσε κατά πολύ τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό και το εκεί πολεμικό υλικό της όσον αφορά την αεράμυνα και τη θαλάσσια αντίστασή της, προσθέτοντας μάλιστα 20.000 στρατιώτες στην εκεί πολεμική μηχανή της. Από την άλλη, Ρωσία και Λευκορωσία υπέγραψαν 5ετές πλάνο στρατιωτικής συνεργασίας σύμφωνα με το οποίο θα υλοποιηθούν 160 κοινά projects, με αποτέλεσμα την in rem συνένωση των στρατών τους (https://tass.com/defense/1261783).

Τα παραπάνω χωρικά γεωστρατηγικά δεδομένα εξηγούν κατά πολύ τον λόγο της έστω λεπτής και ευαίσθητης εξισορρόπησης που υπάρχει στις σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας υπό την παραδοχή ότι τόσο η βόρεια όσο και η νότια (λόγω του Montreux) γεωγραφικά εφαπτόμενη ζώνη των δύο πλευρών ήταν και είναι επί δεκαετίες ‘‘καλά σφραγισμένες’’ για τους Ρώσους.

Όλα αυτά όμως ώσπου να έρθει το ‘‘Kanal Istanbul’’ και η τρομερή γεωστρατηγική αναμόχλευση που ίσως αυτό επιφέρει. Ο Erdogan, έχοντας οσφρανθεί το ‘‘νοηματικό ζουμί’’ του άνω αναλυθέντος χρονικού και χωρικού πλαισίου, εκμεταλλευόμενος την επίσκεψη Zelensky στην Τουρκία τον Οκτώβριο του 2020 και τις δηλώσεις αυτού για την επανακατάληψη της Κριμαίας, βρήκε την ευκαιρία και κλείνει ήδη το μάτι στους Νατοϊκούς σε περίπτωση που θα ήθελαν να συνδράμουν τους Ουκρανούς.

Η κατάληψη της Κριμαίας από τον βορρά είναι πρακτικά σχεδόν αδύνατη διότι η χερσόνησος της Κριμαίας συνδέεται με την ενδοχώρα διαμέσου του Ισθμού του Perekop που έχει μήκος μόλις 8 χλμ. Αν όμως, από το 2023 και μετά, που υποτίθεται θα έχει ολοκληρωθεί το ‘‘Kanal Ιstanbul’’, μπορούν να περνούν στον Εύξεινο Πόντο, με τη συγκατάθεση βεβαίως της Τουρκίας και χωρίς περιορισμούς, και δη ποσοτικά σημαντικές, νατοϊκές ναυτικές δυνάμεις, τότε προξενείται προφανής κίνδυνος και για τα 1.500 χλμ της ακτογραμμής της Κριμαίας (που σήμερα κατέχουν οι Ρώσοι) αλλά και για τα 500 χλμ. της ρωσικής επικράτειας που βρέχονται από τον Εύξεινο Πόντο!  

Με το ‘‘Kanal Istanbul’’, λοιπόν, o Erdogan ανοίγει διάπλατα το άνω νότιο γεωγραφικό φάσμα επαφής του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία και προκαλεί, θεωρητικώς τουλάχιστον, υπολογίσιμη ευπάθεια στο ίδιο το μαλακό υπογάστριό της στον Εύξεινο Πόντο. Μια ευπάθεια μάλιστα που μάλλον ενισχύουν τα σχέδια των Αμερικανών για το Λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί σε ιδανικό στρατηγικό σημείο για να αναπτυχθούν ταχύτατα αμερικανικά ή νατοϊκά στρατεύματα όχι μόνο προς τα Βαλκάνια ή την Κεντρική Ευρώπη αλλά και προς την Ανατολική Ευρώπη.

Όσον δε αφορά τη Συνθήκη του Μοντρέ και το διεθνο-νομικό συσχετισμό της με το τεχνητό εγχείρημα του Erdogan, φρονώ ότι δεν είναι βάσιμο να υποστηριχθεί ούτε ότι το ‘‘Kanal Istanbul’’, αν και όταν γίνει, θα οδηγήσει τη Συνθήκη του Μοντρέ σε ένα ‘‘status quo ante’’ αλλά και ούτε, από την άλλη, ότι οι περιορισμοί και το εν γένει ρυθμιστικό καθεστώς του Montreux θα ισχύσει και για τη νέα τεχνητή διώρυγα της Κωνσταντινούπολης. Από τη μια η Συνθήκη του Μοντρέ δεν καταργείται καθώς ισχύουν γι’ αυτήν όσα προβλέπει η Συνθήκη της Βιέννης (1969) για το Δίκαιο των Συνθηκών, από την άλλη δε, δεδομένου ότι θα ομιλούμε για δύο διαφορετικές διώρυγες και δυο διαφορετικές ιστορικές περιστάσεις, το ‘‘πλαίσιο Μοντρέ’’ που αφορά μόνο τα φυσικά Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, δεν θα μπορεί να επεκταθεί κανονιστικά και εφαρμοστικά στην τεχνητή διώρυγα της Ανατ. Θράκης.

Η Συνθήκη του Μοντρέ, παρά την προφανή μη κατάργηση της, θα χάσει όμως τον ιστορικό ρόλο και τη γεωπολιτική της σημασία διότι ο ρους των εμπορικών πλοίων και οι κρίσιμες μετακινήσεις και πλεύσεις των πολεμικών πλοίων, με απλούστερα λόγια η θαλάσσια επικοινωνία ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο και υπό μια ευρύτερη οπτική ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο, δεν θα γίνεται αποκλειστικά μέσω του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων και μόνο υπό το ρυθμιστικό καθεστώς της Συνθήκης του Μοντρέ.

Ο Τούρκος ηγέτης, επομένως, προσφέροντας με το τεχνητό εγχείρημά του εναλλακτικότητα στα πεδία εξέλιξης της αντιμαχίας ΝΑΤΟ – Ρωσίας, πρακτικά ασκεί μεγάλη γεωπολιτική πίεση στη Ρωσία καθώς καθιστά πραγματιστικά εφικτό τον σφιχτό στρατιωτικό της εναγκαλισμό από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ αλλά και το άκρως ανησυχητικό γεωγραφικό περικύκλωμά της από τους Δυτικούς. Υπ’ αυτή τη συλλογιστική, προσδοκά τη γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας στους εν γένει διατλαντικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς.

Στην πράξη, ο Erdogan δίνει ως ‘‘ανατολίτικο πεσκέσι’’ στο ΝΑΤΟ και ειδικά στον Biden την εκ του νότου ευρεία πρόσβαση στα σύνορα της Ρωσίας προκειμένου να  προσεγγίσει τις ΗΠΑ υπό ευνοϊκότερες γι’ αυτόν συνθήκες. Και τούτο, διότι θέλει να ‘‘εξαερώσει’’ την όποια προοπτική δημιουργίας κουρδικής επικράτειας στη Μ. Ανατολή με τη βοήθεια των Αμερικανών, να αποφύγει τους κινδύνους ή να ‘‘πέσει στα μαλακά’’ στην υπόθεση της ‘‘Halk Bank’’ αλλά και να επανακτήσει το χαμένο πολιτικό έδαφος στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Παράλληλα, αν η Τουρκία γίνει ο ουσιαστικός ελεγκτής και διαρρυθμιστής των ροών ανάμεσα στο Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο, ο Τούρκος ηγέτης προσδοκά ότι με ακόμα παραπάνω πίεση που εκ των πραγμάτων θα μπορεί να ασκεί στη διεθνή κοινότητα, θα λύσει άμεσα και το ‘‘γόρδιο δεσμό’’ των ελληνοτουρκικών σχέσεων, επιβάλλοντας τις τουρκικές ορέξεις στην Ανατ. Μεσόγειο, διαμοιράζοντας ως προς την εκμετάλλευση το Αιγαίο και δορυφοροποιώντας προς όφελος της χώρας του την νοτιανατολική ‘‘πύλη’’ της Ευρώπης, που δεν είναι άλλη από την Ελλάδα!

Προσωπικά, δεν είμαι καθόλου σίγουρος κατά πόσο οι Αμερικανοί επιθυμούν πράγματι το προσφερόμενο ‘‘πεσκέσι’’ του Erdogan,  καθώς μάλλον στοχεύουν στη διατήρηση της έστω λεπτής και ευαίσθητης ισορροπίας στην περιοχή, πιστεύω όμως με βεβαιότητα ότι ο Τούρκος Πρόεδρος ‘‘παίζει’’ πολύ επικίνδυνα ‘‘παιχνίδια’’ που, όπως έγραψα πρόσφατα, μπορεί να οδηγήσουν τους γείτονες μας είτε στη ‘‘γεωπολιτική τανάλια’’ των ΗΠΑ και του ‘‘D-10’’, είτε στην αντίστοιχη της Ρωσίας (όπως με μαθηματική ακρίβεια θα κάνει εν προκειμένω το ‘‘Kanal Istanbul’’).

Το πρόβλημα, λοιπόν, για τους Τούρκους, δεν είναι η ατολμία ή η ‘‘πενιχρή στόφα’’ του Erdogan. Κάθε άλλο, μάλιστα. Το μείζον θέμα είναι άλλο: η a la carte, κάθε φορά, προσέγγιση και πολιτική του απέναντι στους ισχυρούς του Πλανήτη και ειδικά απέναντι στις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Η Τουρκία, από τη μια είναι μέλος στο ΝΑΤΟ αλλά αγοράζει τους S-400 από τη Ρωσία ενώ από την άλλη κατασκευάζει πυρηνικά εργοστάσια με την τεχνογνωσία της Ρωσίας, εξοπλίζει όμως και τους Ουκρανούς και δη περαιτέρω, με το εγχείρημα του ‘‘Kanal Istanbul’’, απειλεί να παραδώσει τη Ρωσία ως ‘‘βορά’’ στις όποιες ορέξεις των Νατοϊκών και ειδικά των Αμερικανών. Το πρόβλημα, συνεπώς, είναι η στρατηγική πολυπραγμοσύνη της Τουρκίας και οι υπέρμετρες φιλοδοξίες του ‘‘οιονεί Σουλτάνου’’ της.

Πάντως, κάποτε ο τέως Τούρκος Πρόεδρος Abdullah Gül είχε προβλέψει και προειδοποιήσει ότι η παρουσία δύο μεγάλων στόλων σε μια μικρή θάλασσα (που είναι, τηρουμένων των αναλογιών, ο Εύξεινος Πόντος) θα είναι καταστροφή για όλους. Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τον Τούρκο πολιτικό. Αν, λοιπόν, ο Erdogan σήμερα λέει ότι μέχρι το 2023 η Τουρκία θα έχει το ‘‘Kanal Istanbul’’, τότε μάλλον αυτό που θα έχει, σε ορίζοντα μάλιστα 2 ετών, θα είναι μέχρι και μια πολεμική διένεξη με τους Ρώσους!

Καταλαβαίνετε, επομένως, γιατί δεν έχω κουραστεί να ομιλώ και να γράφω για το βάθος του Χρόνου στην ελληνική εξωτερική πολιτική και συνολική γεωστρατηγική θεώρηση; Αντιλαμβάνεστε, με τούτο το σπουδαίο παράδειγμα του ‘‘Kanal Istanbul’’, μέχρι πού μπορεί να οδηγήσει ο επικίνδυνος διπλωματικός επαμφοτερισμός των Τούρκων; Εννοείτε τη στοχαστική χρησιμότητα του τετραδιάστατου μοντέλου γεωπολιτικής ανάλυσης, που απαραιτήτως και αναγκαίως συμπεριλαμβάνει στο πλαίσιό του και την απολύτως κρίσιμη διάσταση του Χρόνου;

Είναι αυτή μια επιλογή για εμάς, την οποία πάντως εγώ συνεχώς θα υπενθυμίζω: ‘‘Η τρίτη επιλογή (εννοώ της Ελλάδας), όσον κι αν ακούγεται παράξενη ή αρχικά ακατάληπτη, είναι η ‘‘φαινομενικά ευέλικτη αμφισημία’’ με βασικό κριτήριο τον Χρόνο. H χώρα δεν θα διακηρύττει μεγαλοφώνως, ούτε θα διευκρινίζει, αν κινείται για να καταστεί περιφερειακή δύναμη ή αν προσπαθεί απλά να προστατεύσει τα εθνικά της συμφέροντα στο δεδομένο χωροχρονικό γεωπολιτικό πλαίσιο. ‘‘Κόκκινη γραμμή’’ στην πολιτική της θα συνεχίσει να είναι η διαφύλαξη της εθνικής και γεωγραφικής ακεραιότητας, η εθνική αξιοπρέπεια και η απαλοιφή του όποιου ενδοτισμού.  Υπ’ αυτό το πλαίσιο, η χώρα θα επικαλείται το διεθνές δίκαιο, θα καλλιεργεί και επιρρωνύει συμμαχίες και συστρατεύσεις, θα πρωτοστατεί στον διπλωματικό ακτιβισμό αλλά θα προσδοκά το όποιο όφελος να το φέρει βασικά ο Χρόνος. Η Τουρκία με τις σοβαρές αντιθέσεις της, με τον πολιτισμικό κατακερματισμό της, τα πολλά ανοιχτά μέτωπα, τη γεωστρατηγική υπερκινητικότητα, τον μεγαλοϊδεατισμό και νέο-οθωμανικό σουρεαλισμό της, που υποσκάπτεται από την υποβόσκουσα αντιμαχία κεμαλισμού και μετριοπαθούς ισλαμισμού, μπορεί, στο βάθος του Χρόνου, να βρεθεί ενώπιον αντικειμενικών συνθηκών που θα την οδηγήσουν όχι στο να καταρρεύσει ή αποσυντεθεί αλλά ίσως, δραστικά και απότομα, να ‘‘ξεθυμάνει’’ ιστορικά και γεωπολιτικά’’ (ίδετε το απόσπασμα από το άρθρο μου στη διεύθυνση https://olympiobima.gr/geopolitiko-dynamiko-stis-ellinotoyrkikes-sheseis-kai-oi-epiloges-tis-elladas).

Κατερίνη, 20/4/2021

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

                                            Relations and the political science

1ος Χάρτης: Το δεξιό πέρασμα στον Χάρτη είναι αυτό του Βοσπόρου που ενώνει τη Θάλασσα του Μαρμαρά με τον Εύξεινο Πόντο. Το αριστερό (με τις γέφυρες) είναι το σχεδιαζόμενο ‘‘Kanal Istanbul’’.

2ος Χάρτης: Με το μπλε χρώμα είναι οι ανήκουσες στο ΝΑΤΟ χώρες. Προσέξτε με το πορτοκαλί χρώμα το Kaliningrad στα Βόρεια της Πολωνίας, που ανήκει στους Ρώσους, αλλά και τη Λευκορωσία, που μαζί με την τεράστια ρωσική ενδοχώρα δημιουργούν μια ‘‘γεωγραφική δαγκάνα’’ για  τις χώρες της Βαλτικής και ειδικά την Εσθονία και τη Λετονία.